- αποστρατιωτικοποιημένος
- η , ο[ν] демилитаризованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστρατιωτικοποιώ — αποστρατιωτικοποίησα, αποστρατιωτικοποιήθηκα, αποστρατιωτικοποιημένος, απομακρύνω στρατιωτικές δυνάμεις από ένα χώρο στο σύνολό τους, παύω να τον προστατεύω στρατιωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)